Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Μερικές σκέψεις πάνω στις Θέσεις της ΚΕ για το 20ό Συνέδριο του Κόμματος

Γιώργος Δουλόπουλος
ΚΟΒ Καθηγητών, ΤΟ Ηρακλείου

Αναμφισβήτητα, το 20ό Συνέδριο του Κόμματος πραγματοποιείται κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες για το εργατικό και λαϊκό κίνημα σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Η συνεχιζόμενη οικονομική ύφεση και η εντεινόμενη εξαθλίωση ευρύτερων τμημάτων της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων βυθίζουν μεγάλο μέρος τους στην απελπισία και την απογοήτευση, υπονομεύοντας τις όποιες αγωνιστικές διαθέσεις είχαν εκφραστεί κατά την περίοδο των κινητοποιήσεων του 2009-2011. Παράλληλα, εντείνεται η συντηρητικοποίηση και αντιδραστικοποίηση σημαντικού τμήματος της κοινωνίας και ιδιαίτερα μικροαστικών στρωμάτων, η οποία σε ακραία μορφή εκφράζεται με την άνοδο του νεοφασισμού και του πρωτόγονου εθνικισμού. Η συγκεκριμένη κατάσταση δυσχεραίνει σημαντικά την παρέμβαση του Κόμματος, κάτι που αποτυπώνεται και στις συσπειρώσεις που οικοδομούμε μέσα στο κίνημα, φιλοδοξώντας να αποτελέσουν τα φύτρα της Λαϊκής Συμμαχίας: παρά τη διατήρηση της εκλογικής μας δύναμης σε αρκετές αρχαιρεσίες πρωτοβάθμιων σωματείων, η ενεργός συμμετοχή συναδέλφων εκτός της στενής κομματικής επιρροής στις επιτροπές του ΠΑΜΕ και τις Λαϊκές Επιτροπές φαίνεται μειωμένη συγκριτικά με ό,τι ίσχυε πριν από μερικά χρόνια.

Εκτίμησή μου είναι πως οι στόχοι που θέτουν οι «Θέσεις» δεν συμβάλλουν στο ξεπέρασμα των προαναφερόμενων δυσκολιών και τη συσπείρωση στη Λαϊκή Συμμαχία ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Ειδικότερα, όσον αφορά την ΠΑΣΕΒΕ, σωστά επισημαίνεται η αναγκαιότητα συσπείρωσης σε αυτήν στη βάση αντιμονοπωλιακών αιτημάτων. Ωστόσο, αντί να επιδιώκεται η διεύρυνση της κοινωνικής της βάσης, οι «Θέσεις» θεωρούν επαρκή τον περιορισμό της στα φτωχότερα (σε διαδικασία προλεταριοποίησης) μεσαία στρώματα. Κάτι τέτοιο, εκ των πραγμάτων, υποβαθμίζει την παρέμβασή μας σε εκείνα τα τμήματά τους που βρίσκονται σε μια σχετικά καλύτερη (αλλά πάντα επαπειλούμενη σε συνθήκες κρίσης) θέση, κάτι που δυσχεραίνει το κέρδισμα ή, τουλάχιστον, την ουδετεροποίησή τους σε ενδεχόμενη επαναστατική κατάσταση.
Στη συγκρότηση της Λαϊκής Συμμαχίας μπορεί να συμβάλει σημαντικά η προβολή διεκδικήσεων που θα λειτουργούν ως αιτήματα - «κρίκοι», συνδέοντας διαλεκτικά το ειδικό (ιδιαίτερο πρόβλημα) με το γενικό (ζήτημα εξουσίας). Τέτοιου είδους διεκδίκηση κατά την έναρξη της πολιτικής των μνημονίων, αποτελούσε η κατάργηση του ΕΕΤΗΔΕ (χαράτσι), που συνδυαζόταν με άμεσες, δυναμικές και με σημαντική απήχηση μορφές δράσης, όπως οι επανασυνδέσεις των παροχών ηλεκτρικού ρεύματος, πρωτοβουλίες που καταξίωναν το Κόμμα, το ΠΑΜΕ και τις Λαϊκές Επιτροπές, φέρνοντάς τα σε επαφή με μάζες έξω από τον κύκλο της στενής επιρροής τους. Σήμερα, σε ανάλογης σημασίας μέτωπα πάλης θα μπορούσαν να αναδειχθούν η αποτροπή των ιδιωτικοποιήσεων της εναπομείνασας δημόσιας περιουσίας, η αναχαίτιση της φοροεπιδρομής, η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της Παιδείας και της Υγείας, το αντιπολεμικό - αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Μια τέτοια, ακολουθούμενη με συνέπεια, τακτική μπορεί να εγγυηθεί την προσέγγιση ευρύτατων μαζών, πολιτικά άπειρων και ιδεολογικά ανώριμων, ώστε, σε συνδυασμό πάντα με τη συνειδητή παρέμβασή μας, να πειστούν από την ίδια την εμπειρία τους για την αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Θεωρώ πως ένα τέτοιο σκεπτικό απουσιάζει από τον προβληματισμό των «Θέσεων».
Με ανάλογα προβληματικό τρόπο τίθεται και το ζήτημα της αποδέσμευσης από την ΕΕ, για την οποία ως αναγκαία προϋπόθεση θεωρείται η επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Εδώ παραβλέπονται δυο παράγοντες:
Πρώτον, οι αυξανόμενες αντι-ΕΕ διαθέσεις σε ευρύτερα εργατικά και άλλα λαϊκά στρώματα, το κυριολεκτικό κουρέλιασμα του «ευρωπαϊκού οράματος» στη συνείδησή τους. Μεγάλο μέρος αυτού του κόσμου σήμερα είναι, πιθανότατα, έτοιμο να αποδεχθεί ως άμεσο στόχο πάλης την αποδέσμευση, όχι όμως, ακόμη, και την αναγκαιότητα της εργατικής - λαϊκής εξουσίας. Η επιμονή μας στην παραπάνω θέση ουσιαστικά σημαίνει πως απαιτούμε από ανώριμες πολιτικά μάζες, που μόλις έχουν κάνει στη συνείδησή τους ένα πρώτο δειλό και διστακτικό βήμα, να πραγματοποιήσουν ταυτόχρονα και ένα σοβαρότατο άλμα, αποδεχόμενες έναν προωθημένο πολιτικό στόχο, του οποίου η υιοθέτηση απαιτεί επίμονη, πολύχρονη και πολύμορφη παρέμβαση. Αντίθετα, η σταθερή προβολή του στόχου της αποδέσμευσης ως αιτήματος ανταποκρινόμενου στο σημερινό επίπεδο πολιτικής ωριμότητας των μαζών, μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην ανάδειξη του Κόμματος σε αδιαμφισβήτητο ηγέτη του αντιμονοπωλιακού - αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, σε μια προοπτική μπολιάσματός του με επαναστατικά αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά.
Δεύτερον, στις «Θέσεις» αποσιωπάται ακόμη και η ελλιπής διαπίστωση του 19ου Συνεδρίου για «ισχυρές ανισότιμες εξαρτήσεις της Ελλάδας από ΗΠΑ και ΕΕ», ενώ παραλείπεται κάθε αναφορά στη θέση της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ωστόσο, η πρόσδεση στην ΕΕ αποτελεί βασική στρατηγική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης, αποδεκτή από όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα του αστικού πολιτικού φάσματος· στοιχείο ενδεικτικό, μεταξύ άλλων, του εξαρτημένου χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού. Και αυτό, γιατί το ελληνικό μονοπωλιακό κεφάλαιο γνωρίζει πως η προώθηση των αναγκαίων για την αναπαραγωγή της ταξικής του κυριαρχίας αναδιαρθρώσεων είναι δύσκολη χωρίς την προστατευτική «ασπίδα» των μηχανισμών της ΕΕ, φυσικά, με το ανάλογο κόστος στην οικονομική του βάση και τα εθνικά κυριαρχικά του δικαιώματα. Αυτός είναι και ο λόγος που ακόμη και ισχυρά τμήματα της ελληνικής χρηματιστικής ολιγαρχίας, όπως το τραπεζικό κεφάλαιο, αλλά και το ελληνικό αστικό κράτος, αποδέχονται τους βαρύτατους όρους που κατά καιρούς επιβάλλονται από το ευρωενωσιακό διευθυντήριο, ουσιαστικά από τον κυρίαρχο σε αυτό γερμανικό ιμπεριαλισμό. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν η επιβαλλόμενη συρρίκνωση των ελληνικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο εξωτερικό (βλ. τραπεζικές επενδύσεις στα Βαλκάνια και την Τουρκία) και η περαιτέρω υπαγωγή της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, μέσω των μνημονίων, στον έλεγχο της ΕΕ και του ΔΝΤ, στα οποία καθοριστικό ρόλο επιτελούν ο γερμανικός και ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός αντίστοιχα. Και όλα αυτά, εννοείται, με τις «ευλογίες» της αστικής μας τάξης, που ιστορικά ποτέ δεν είχε πρόβλημα να κάνει «εκπτώσεις» στον «πατριωτισμό» της χάριν της διασφάλισης της ταξικής της κυριαρχίας.
Επομένως, η αποδέσμευση από την ΕΕ με όρους κινήματος θα μπορούσε να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά για το ελληνικό αστικό καθεστώς, φέρνοντας πιο κοντά το στόχο της επαναστατικής ανατροπής του, αφού θα έχει στερηθεί ενός εκ των βασικών διεθνών του στηριγμάτων. Αντίθετα, η μετάθεση της αποδέσμευσης εν αναμονή της ωρίμανσης των συνθηκών για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης κρύβει έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο: την υποτίμηση των όποιων αντιιμπεριαλιστικών διαθέσεων στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης «επαναστατικής καθαρότητας», με κόστος την πολιτική μας απομόνωση από τις μάζες. Η συλλήβδην υπαγωγή των κάθε είδους αντι-ΕΕ διαθέσεων στο ρεύμα του λεγόμενου «ευρωσκεπτικισμού» κρύβει μια υποτίμηση ασυγχώρητη για ένα λενινιστικό κόμμα «νέου τύπου», που θα έπρεπε να αξιοποιεί σε επαναστατική κατεύθυνση τα όποια ρήγματα στη συνείδηση των μαζών. Ας μην ξεχνάμε, σύντροφοι, πως η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος διδάσκει πως το διαλεκτικό πάντρεμα της επαναστατικής στρατηγικής με την ορθή τακτική που κάθε φορά υπαγόρευαν οι περιστάσεις, αποτελούσε πάντα μία από τις βασικότερες προϋποθέσεις των νικηφόρων εξορμήσεών του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου