Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Η επιτομή του αδιεξόδου

Παναγιώτης Γεωργιάδης
ΚΟΒ ΕΜΠ Βιομηχανίας

Διανύουμε μια ιστορική εποχή του καπιταλισμού, που είναι πολύ δύσκολο γι' αυτόν να αναπαραχθεί. Το γεγονός αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό μετά την καπιταλιστική οικονομική κρίση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης των βασικών καπιταλιστικών δυνάμεων είναι χαμηλοί και για ορισμένες καπιταλιστικές χώρες είναι σχεδόν στάσιμοι, με αποτέλεσμα, ορισμένες απ' αυτές, να μην έχουν ξεπεράσει ακόμη τα προ της κρίσης επίπεδα ανάπτυξης.
Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύγχρονης εποχής είναι το γεγονός ότι αυτή η δυσκολία αναπαραγωγής, πέρα από τη γνωστή πρακτική των κυρίαρχων τάξεων να επιρρίπτουν τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων, που τους εντείνει την εξαθλίωση και τους αυξάνει την ανεργία, οδηγεί τον καπιταλισμό στην πλήρη ανάπτυξη όλων των αντιθέσεων που τον διαπερνούν.

Παραπέρα, η δυσκολία του αυτή οξύνει τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, αυξάνει τη ροπή του προς την πολιτική αντίδραση, πολιτική αντίδραση σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, στις επιστήμες, στον πολιτισμό, στις ανθρώπινες αξίες. Οδηγεί στην αύξηση των τοπικών πολέμων.
Ολα τα παραπάνω συμβαίνουν, γιατί το ξαναμοίρασμα της παγκόσμιας αγοράς δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί όπως παλιότερα, ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός παγκόσμιου πολέμου, την ίδια στιγμή, που το παγκόσμιο οικονομικό ενδιαφέρον μετακινείται σταθερά προς την Ανατολή, όπου δεσπόζει η παρουσία της Λαϊκής Κίνας, η οποία ακόμη και κατά τη διάρκεια της καπιταλιστικής κρίσης είχε αξιοσημείωτους ρυθμούς ανάπτυξης.
Ολες οι παγκόσμιες δυνάμεις, μπροστά σ' αυτήν την κατάσταση, επιδιώκουν να εξασφαλίσουν τις καλύτερες προϋποθέσεις δράσης τους για την επόμενη ημέρα. Στη χειρότερη θέση τόσο από την άποψη των υλικών προϋποθέσεων όσο και των οικονομικών, των πολιτικών και στρατιωτικών δυνατοτήτων, βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ενωση, που η συνοχή της έχει δεχτεί ισχυρό χτύπημα, με τη δρομολόγηση της αποχώρησης της Βρετανίας. Παράλληλα, τα διαλυτικά της φαινόμενα εντείνονται.
Την ίδια στιγμή, το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα τελεί κάτω από την επίδραση των αντεπαναστατικών ανατροπών. Αδυνατεί να ξεπεράσει τα κρισιακά του φαινόμενα, δεν μπορεί να συγκροτηθεί σε μια υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, που θα καθοδηγήσει την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Ακόμη και Κομμουνιστικά Κόμματα, που διατηρούν σημαντικές δυνάμεις, όπως το Κόμμα μας, αδυνατούν να πρωταγωνιστήσουν στις πολιτικές εξελίξεις των χωρών τους. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Προς επίρρωση της παραπάνω διαπίστωσης που διατυπώνω - και για να μη θεωρηθεί ως μια υπερβολή -, θα επικαλεστώ την ίδια τη δράση του Κόμματός μας, που σε συνθήκες βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης και ελεγχόμενης χρεοκοπίας της χώρας μας και υπό το βάρος των αλλεπάλληλων μνημονίων, βρίσκεται, κατά την ίδια του την εκτίμηση, μπροστά στην ύφεση του Εργατικού Κινήματος, μπροστά στην οδυνηρή απώλεια σημαντικού τμήματος των εκλογικών του δυνάμεων, αλλά και των δυνάμεών του στο μαζικό κίνημα, που προκύπτει από τη συνολική μείωση της συμμετοχής των εργαζομένων σ' αυτό, ενώ θα ανέμενε κανείς το ακριβώς αντίθετο.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε, ως πρώτο κύριο λόγο, ότι οι αιτίες αυτής της κατάστασης για το Κόμμα μας βρίσκονται στην εγκατάλειψη βασικών λενινιστικών επεξεργασιών, που, τώρα, παρά ποτέ, η δυσκολία αναπαραγωγής του καπιταλισμού τις καθιστά επίκαιρες. Ο άλλος κύριος λόγος είναι ότι στη σχέση Στρατηγικής και Τακτικής οι επεξεργασίες του Κόμματος, ιδιαίτερα μετά το 18ο Συνέδριο, υποβαθμίζουν αφόρητα τη δεύτερη.
Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι το Κόμμα μας αποκόπτεται από τη δυνατότητα ουσιαστικής και συγκεκριμένης πολιτικής παρέμβασης, πάντα στην κατεύθυνση του στρατηγικού του στόχου, γιατί πάνω απ' όλα Τακτική σημαίνει Πολιτική, συγκεκριμένη πολιτική προσέγγισης των μαζών.
Παράγωγο αποτέλεσμα για το Κόμμα μας είναι να μην μπορεί να αξιολογήσει και ιεραρχήσει, στη διαλεκτική τους ενότητα, τις αντιθέσεις - διεθνείς και στη χώρα μας, την αξιοποίησή τους, να μην μπορεί να εκτιμήσει με ακρίβεια τις σχέσεις των τάξεων και να αποτιμά σε κάθε στιγμή τους πραγματικούς συσχετισμούς των δυνάμεων, γεγονός που το οδηγεί στην υποτίμησή τους, να μην μπορεί να συνδέσει διαλεκτικά τις αντικειμενικές συνθήκες πραγματοποίησης της Σοσιαλιστικής Επανάστασης με τις αντίστοιχες υποκειμενικές, τέλος, να αποκλίνει συνεχώς προς μια γενικολογία, η οποία έρχεται να καλύψει τις αδυναμίες του και που είναι ο πιο θανάσιμος εχθρός της συγκεκριμένης ανάλυσης των συγκεκριμένων συνθηκών.
Το αποτέλεσμα είναι να βρίσκεται συνεχώς σε μια διχοστασία, σε μια ταλάντευση, ανάμεσα στη γενική του ανάλυση και στη συγκεκριμένη του πολιτική. Δύο παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά:
Το ένα αφορά την ανάλυσή του για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τον κίνδυνο γενίκευσής του. Τελικά, φαίνεται να εξαρτά μονόπλευρα την πραγματοποίηση του στρατηγικού του στόχου από την έκβαση του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Από την άλλη, η θέση του για το πώς θα αντιμετωπίσει έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, σε συνθήκες πραγματικού πολέμου, όπως π.χ. της Συρίας, θέτει σε ισχυρή δοκιμασία τη θέση του.
Το δεύτερο αφορά τη θέση του για την αναπλήρωση των απωλειών. Υποτίθεται ότι αυτή η διεκδίκηση αποτελεί τη συγκεκριμένη απάντηση στην πολιτική της ντόπιας αστικής τάξης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που θα ωθήσει την εργατική τάξη και τους συμμάχους της στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για την επαναστατική ανατροπή.
Την ίδια στιγμή, κατά την εκτίμηση του Κόμματος, μια επιστροφή στα προ της κρίσης επίπεδα είναι αδύνατη. Το συγκεκριμένο μετατρέπεται σε ατέρμον γενικό, να μην μπορεί να παίξει το ρόλο του, να εγκλωβίζει το Κόμμα και τη δράση του στο επίκαιρο, στο καθημερινό, ενώ, ταυτόχρονα, να αφήνει διάπλατα ανοιχτή την πόρτα στη διεξαγωγή αποκλειστικά της οικονομικής πάλης. Και θα τολμήσω να πω πως τέτοια παραδείγματα ήδη έχουν εμφανιστεί.
Αυτό που πρέπει να επισημάνω με έμφαση είναι ότι αυτή η συλλογιστική του Κόμματος δεν υπηρετεί ούτε το στρατηγικό του στόχο ούτε και την καθημερινή του πάλη. Είναι αδιέξοδη. Και οι «Θέσεις» αναπαράγουν αυτό το αδιέξοδο.
Η ανάπτυξη της δράσης του Εργατικού Κινήματος είναι «εκ των ων ουκ άνευ». Δεν το συζητάμε. Από εκεί θα προέλθει και η ενίσχυση της δύναμης και του πολιτικού ρόλου του Κόμματος. Το αντίθετο δεν μπορεί να συμβεί.
Οπως και η ανασυγκρότηση του Εργατικού Κινήματος είναι παλιότερο αίτημα, που επανέρχεται οξύτερο, λόγω της ύφεσης. Το κλειδί, όμως, που θα μας λύσει το πρόβλημα είναι ότι αυτή η ανάπτυξη της δράσης του Εργατικού Κινήματος, η ανασυγκρότησή του, απαιτεί και συγκεκριμένη πρόταση εξόδου από την οικονομική κρίση, μπούσουλα δράσης, που να συσπειρώσει τις κοινωνικές δυνάμεις που πλήττονται πιο πολύ από αυτήν, που θα στοχεύει στην αλλαγή των τάξεων στην εξουσία, στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Εδώ σίγουρα θα κριθεί η μάχη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου